ἀνατομικός — relating to anatomy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανατομικός — ή, ό, θηλ. και ός (Α ἀνατομικός, όν) [ανατομή] εκείνος που ανήκει ή αναφέρεται στην ανατομία νεοελλ. 1. (για πράγμ.) κατασκευασμένος κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες υγιεινής τού οργανισμού («ανατομικά υποδήματα») 2. το θηλ. ως ουσ.… … Dictionary of Greek
ἀνατομικά — ἀνατομικός relating to anatomy neut nom/voc/acc pl ἀνατομικά̱ , ἀνατομικός relating to anatomy fem nom/voc/acc dual ἀνατομικά̱ , ἀνατομικός relating to anatomy fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατομικωτάτων — ἀνατομικός relating to anatomy fem gen superl pl ἀνατομικός relating to anatomy masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατομικῶν — ἀνατομικός relating to anatomy fem gen pl ἀνατομικός relating to anatomy masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατομικόν — ἀνατομικός relating to anatomy masc acc sg ἀνατομικός relating to anatomy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρθρωση — Ανατομικός σχηματισμός με τον οποίο συνδέονται μεταξύ τους διαφορετικά οστά. Η ά. στην οποία τα διάφορα οστά συνδέονται μεταξύ τους με την παρεμβολή ινοχόνδρινου ιστού ονομάζεται συνάρθρωση. Στις συναρθρώσεις δεν υπάρχει κενό μεταξύ των οστών που … Dictionary of Greek
ἀνατομικαῖς — ἀνατομικός relating to anatomy fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατομικαί — ἀνατομικός relating to anatomy fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνατομικοῖς — ἀνατομικός relating to anatomy masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)