ανατομικός

ανατομικός
-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην ανατομία: Μερικά ανατομικά χαρακτηριστικά είναι κοινά στον άνθρωπο και στα λεγόμενα ανθρωποειδή.
2. το αρσ. ως ουσ., ο ανατομικός αυτός που ειδικά ασχολείται με την ανατομία, ο ανατόμος.
3. το θηλ., η ανατομική ως ουσ., η επιστήμη που ερευνά, με τον τεμαχισμό, την κατασκευή του σώματος των έμβιων και ιδιαίτερα του ανθρώπου, αλλιώς ανατομία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀνατομικός — relating to anatomy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανατομικός — ή, ό, θηλ. και ός (Α ἀνατομικός, όν) [ανατομή] εκείνος που ανήκει ή αναφέρεται στην ανατομία νεοελλ. 1. (για πράγμ.) κατασκευασμένος κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες υγιεινής τού οργανισμού («ανατομικά υποδήματα») 2. το θηλ. ως ουσ.… …   Dictionary of Greek

  • ἀνατομικά — ἀνατομικός relating to anatomy neut nom/voc/acc pl ἀνατομικά̱ , ἀνατομικός relating to anatomy fem nom/voc/acc dual ἀνατομικά̱ , ἀνατομικός relating to anatomy fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατομικωτάτων — ἀνατομικός relating to anatomy fem gen superl pl ἀνατομικός relating to anatomy masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατομικῶν — ἀνατομικός relating to anatomy fem gen pl ἀνατομικός relating to anatomy masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατομικόν — ἀνατομικός relating to anatomy masc acc sg ἀνατομικός relating to anatomy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρθρωση — Ανατομικός σχηματισμός με τον οποίο συνδέονται μεταξύ τους διαφορετικά οστά. Η ά. στην οποία τα διάφορα οστά συνδέονται μεταξύ τους με την παρεμβολή ινοχόνδρινου ιστού ονομάζεται συνάρθρωση. Στις συναρθρώσεις δεν υπάρχει κενό μεταξύ των οστών που …   Dictionary of Greek

  • ἀνατομικαῖς — ἀνατομικός relating to anatomy fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατομικαί — ἀνατομικός relating to anatomy fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατομικοῖς — ἀνατομικός relating to anatomy masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”